- μακροσκοπία
- ηη εξέταση τών αντικειμένων με γυμνό οφθαλμό, σε αντιδιαστολή με τη μικροσκοπία, δηλ. την εξέταση με μικροσκόπιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < *μακροσκόπος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… … Dictionary of Greek
μακροσκοπικός — Χαρακτηρισμός, κυρίως της στατιστικής φυσικής, για ένα φυσικό σύστημα που περιέχει πολύ μεγάλο αριθμό σωματίων, είτε μορίων είτε ατόμων. Γενικότερα γίνεται λόγος για μ. περιγραφή φαινομένων, με την έννοια της μελέτης φαινομένων τέτοιας τάξης… … Dictionary of Greek